Τους τελευταίους μήνες μέσω των συστημικών μέσων και των αναρίθμητων αναδημοσιεύσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επιχειρείται να δημιουργηθεί το κατάλληλο κλίμα σε μια απόπειρα επαναφοράς μιας κρίσιμης πτυχής του αποτυχημένου Νόμου-Απορρύθμισης Διαμαντοπούλου–Αρβανιτόπουλου, αυτής δηλαδή που αναφέρεται στη διαγραφή των, αποκαλούμενων υποτιμητικά, «αιώνιων» φοιτητών. Προκειμένου λοιπόν να δημιουργηθεί η απαιτούμενη κοινωνική συναίνεση, η οποία ουδέποτε επιτεύχθηκε στο παρελθόν, αναπαράγονται λανθασμένα στερεότυπα, λέγονται μισές αλήθειες και χοντροκομμένα ψέματα. Όμως, η αλήθεια είναι πως η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας αδυνατεί να απαντήσει (για ακόμη μια φορά) πειστικά στα επιχειρήματα που διατυπώνονται από ευρεία τμήματα της ακαδημαϊκής κοινότητας, σχετικά με το ανύπαρκτο όφελος των Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων από μία πιθανή διαγραφή δεκάδων χιλιάδων φοιτητών.
Καταρχάς, έχει ήδη καταρρεύσει ο πρώτος μύθος που αφορά τους φοιτητές άνω του 6ου έτους και το κόστος τους για τον κρατικό προϋπολογισμό. Είναι γεγονός, ότι οι εν λόγω φοιτητές δεν κοστίζουν ούτε 1 ευρώ στον κρατικό προϋπολογισμό καθώς ΔΕΝ ΔΙΚΑΙΟΥΝΤΑΙ καμία από τις φοιτητικές παροχές (δωρεάν σίτιση, δωρεάν στέγαση, πάσο, δωρεάν συγγράμματα κτλ). Σε εποχές μάλιστα όπου οι συντονισμένες πολιτικές ύφεσης και εξαθλίωσης μειώνουν δραματικά τα κονδύλια για την Παιδεία και οδηγούν μεγάλη μερίδα φοιτητών σε αναζήτηση εργασίας, αποτελεί κυριολεκτικά πρόκληση η κυβέρνηση να τους κουνά το δάχτυλο και να τους απειλεί με διαγραφές, όταν ουσιαστικά η ίδια τους ωθεί στην εγκατάλειψη των σπουδών τους.
Παράλληλα μέσω της σχεδιαζόμενης διαγραφής των φοιτητών άνω του 6ου έτους, επιχειρείται να βελτιωθεί τεχνητά η ανά φοιτητή δαπάνη που προορίζεται για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, όχι δηλαδή αυξάνοντας τη χρηματοδότηση, αλλά μειώνοντας τον αριθμό των εγγεγραμμένων φοιτητών. Το Υπουργείο Παιδείας και η κυβέρνηση συνολικά σε κοινή γραμμή με τα καθεστωτικά ΜΜΕ δε στοχεύουν τυχαία τους φοιτητές χαρακτηρίζοντας τους δηκτικά «αιώνιους», καθώς η ίδια η χρήση της λέξης υποδηλώνει υπαιτιότητα εκ μέρους τους και οριοθετεί ένα πρόβλημα το οποίο χρήζει ριζικής αντιμετώπισης. Ταυτόχρονα, μέσω της επιχειρούμενης νομοθέτησης της διαγραφής των “αιώνιων φοιτητών”, σε συνδυασμό και με ορισμένες άλλες προτάσεις (απώλεια εξαμήνου αν χαθούν δύο εβδομάδες μαθημάτων, μαθήματα-αλυσίδες) επιχειρείται να αλλοιωθεί ο ρόλος και η αποστολή του Δημόσιου Πανεπιστημίου. Κι αυτό γιατί το Πανεπιστήμιο πέραν της κατεξοχήν αποστολής του για την προαγωγή και τη μετάδοση της επιστημονικής γνώσης, διαμορφώνει παράλληλα και το εγγενές περιβάλλον για την καλλιέργεια κριτικής σκέψης, ανθρωποκεντρικής αντίληψης και πολιτικής συμμετοχής στα κοινά. Η προωθούμενη λοιπόν νομοθέτηση της διάταξης περί διαγραφών στοχεύει ακριβώς στο να εξαλείψει αυτά τα χαρακτηριστικά του Δημόσιου Πανεπιστημίου τα οποία είναι ενοχλητικά και ανεπιθύμητα για κάθε εξουσία.
Σήμερα, η ανώτατη εκπαίδευση σαφώς και δε βρίσκεται στο ιδανικό επίπεδο και δεν επιτελεί στο ακέραιο το ρόλο της, κάθε όμως εξαγγελία και κυβερνητική απόφαση πρέπει να κρίνεται υπό το πρίσμα του αν τη βελτιώνει ή εντέλει την υποβαθμίζει.
Στην προκειμένη περίπτωση τα αίτια που οδηγούν τους φοιτητές στην καθυστερημένη λήψη του πτυχίου τους ή ακόμα χειρότερα στην εγκατάλειψη των σπουδών τους αποτελούν το μείζον πρόβλημα το οποίο προσπερνούν οι κυβερνώντες. Η συνολική δομή του εκπαιδευτικού συστήματος, η αντιεκπαιδευτική και απάνθρωπη διαδικασία των Πανελληνίων Εξετάσεων, η απαξίωση των επαγγελματικών δικαιωμάτων που συνδέονται με το πτυχίο, η έλλειψη στέγασης και συνολικά εκπαιδευτικών υποδομών, η αδιαφορία μιας μερίδας καθηγητών (συστηματικές απουσίες, μαζικά κοψίματα 70% κ.α.) αποτελούν ενδεικτικά κάποιους από τους λόγους που δημιουργούν το φαινόμενο. Η διαγραφή των φοιτητών λοιπόν όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει κανένα από τα αίτια που δημιουργούν το κύριο πρόβλημα της απαξίωσης και της εγκατάλειψης των σπουδών τους, αλλά επιτρέπει τη διαιώνισή του λόγω της επιφανειακής αντιμετώπισής τους.
Τέλος, όσον αφορά τον παράγοντα φήμη των ιδρυμάτων που υποτίθεται πως πλήττεται από τη μη-διαγραφή φοιτητών, ίσως θα έπρεπε το υπουργείο και η μερίδα πρωτοβάθμιων καθηγητών που τον επικαλείται να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Δυστυχώς δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις καθηγητών που επιλέγουν συστηματικά να ετεροαπασχολούνται, να απαξιώνουν διαρκώς τον ακαδημαϊκό τους ρόλο, να συνδιαλέγονται παρασκηνιακά με την κεντρική εξουσία, με τράπεζες και μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους. Όταν μάλιστα ορισμένοι εξ αυτών βρίσκονται υπόλογοι για μια σειρά αντιδεοντολογικών και διοικητικών παραπτωμάτων όπως να λογοκλέπουν έρευνα άλλων ακαδημαϊκών (βλέπε Κυριακίδου-υπόθεση λογοκλοπής), ή αντιμετωπίζουν βαρύ κατηγορητήριο και έχουν προφυλακιστεί στο παρελθόν (βλέπε Τρ.Κολλίντζας-υπόθεση Proton Bank) αποτελεί πρόκληση να κατηγορούνται οι φοιτητές άνω του 6ου έτους ότι πλήττουν το κύρος των Ελληνικών Πανεπιστημίων διεθνώς.
Χρέος κάθε σκεπτόμενου και ενεργού πολίτη δεν είναι να συντάσσεται με ότι αναχρονιστικό και τιμωρητικό μηχανεύεται η σημερινή πολιτική εξουσία προκειμένου να εμπεδώνει το εκφοβιστικό και συντηρητικό κλίμα του Νόμος και Τάξη για να εφαρμόζει ανεμπόδιστα πολιτικές διαιώνισης της ιδεολογικής κυριαρχίας της. Χρέος όλων μας να σταθούμε αρωγοί στον αγώνα προάσπισης της Δημόσιας Παιδείας για την καλλιέργεια συνειδήσεων που αγωνίζονται για μια κοινωνία συνοχής και κοινωνικής δικαιοσύνης.