Το Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου η ηγεσία της Χρυσής Αυγής συνελήφθη με την κατηγορία...
ότι αποτελεί εγκληματική οργάνωση με στρατιωτική δομή, ότι απειλεί τους θεσμούς και το πολίτευμα και ότι λειτουργεί υπό το καθεστώς «Fuhrerprinzip» (Αρχή του Ηγέτη κατά τα ναζιστικά πρότυπα του Αδόλφου Χίτλερ). Το γεγονός αυτό, αναμφίβολα, χαροποιεί και δικαιώνει κάθε πολίτη που εμπνέεται και αγωνίζεται για τα ιδανικά της ελευθερίας, της ισότητας, της αδελφοσύνης, της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ήταν μια πράξη αυτονόητη και επιβεβλημένη από την πλευρά της δικαιοσύνης, η οποία όμως καθυστερούσε επιδεικτικά, ιδιαίτερα τον τελευταίο χρόνο που οι ρατσιστικά υποκινούμενες επιθέσεις είχαν λάβει τρομακτικές διαστάσεις καθώς δεν υπήρχε καμία πολιτική βούληση από την πλευρά του κυβερνητικού συνασπισμού για τη διαλεύκανσή τους. Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι ο κρατικός μηχανισμός κινητοποιήθηκε, για να αντιμετωπίσει το «αυγό του φιδιού» που είχε σπάσει προ πολλού, μόνο όταν σκοτώθηκε ένας Έλληνας πολίτης, ο αντιφασίστας ράπερ Παύλος Φύσσας και όχι ένας ακόμα μετανάστης. Η οργισμένη αντίδραση της ελληνικής κοινωνίας και η πίεση προς την κυβέρνηση ήταν ο καταλύτης για τις πρωτόγνωρες εξελίξεις που διαδραματίζονται σήμερα.
Το γεγονός της σύλληψης των ηγετών της Χρυσής Αυγής, λοιπόν, αποτελεί μια πρώτη νίκη του αντιφασιστικού κινήματος. Παρ' όλα αυτά, για να είναι ολοκληρωμένη θα πρέπει να μας προβληματίσει και να μη μας παγιδεύσει η όψιμη αντιναζιστική ρητορεία που αναπαράγεται είτε από το χρεοκοπημένο πολιτικό κατεστημένο είτε από τη μιντιακή ολιγαρχία. Θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι ευθύνες για τη γέννηση, την επώαση και τον πολλαπλασιασμό του «αυγού» βαρύνουν εξίσου και τις δύο αυτές πλευρές. Το χρεοκοπημένο πολιτικό σύστημα, τόσο στην Ελλάδα όσο και στα διευθυντήρια των Βρυξελλών, καλλιέργησε ποικιλοτρόπως το έδαφος για να αναπτυχθούν αυτά τα απαράδεκτα, εχθρικά προς την ελευθερία, επικίνδυνα προς την ανθρωπότητα και εγκληματικά εν τέλει «ιδεολογήματα» περί ανωτερότητας φυλής, εθνικής κάθαρσης και άλλα ναζιστικής προελεύσεως. Τα τελευταία χρόνια η χώρα μας παρουσιάζει τρομακτικές ομοιότητες με την Ευρώπη του 1930 και ιδιαίτερα την ταπεινωμένη και καταρρέουσα οικονομικά «Δημοκρατία της Βαϊμάρης». Οι μνημονιακές συνθήκες που επικρατούν και προκαλούν την εκτόξευση της ανεργίας σε δυσθεώρητα επίπεδα, την κατάρρευση των εισοδημάτων, την κατάργηση του κράτους πρόνοιας και πάνω από όλα την απουσία οποιασδήποτε προοπτικής για ουσιαστική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, οδηγούν μεγάλα τμήματά του στο περιθώριο. Αυτό συνδυαζόμενο με τη διαχρονική ατιμωρησία των εκπροσώπων του πολιτικού συστήματος ακόμα και όταν τα στοιχεία είναι συντριπτικά εναντίον τους, ώθησε μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας να απαξιώσουν συστηματικά το δημοκρατικό πολίτευμα, μέχρι του σημείου της πλήρους απόρριψής του και να γοητευθούν από απολυταρχικά-φασιστικά ιδεολογήματα. Σε τέτοιου είδους συνθήκες, έχει αποδειχθεί ιστορικά πως είτε η κοινωνία θα στοχεύσει τους κυβερνώντες, που είναι οι πραγματικά υπεύθυνοι για τα δεινά της, είτε θα στοχοποιήσει τα πιο αδύναμα στρώματα, ως αποδιοπομπαίους τράγους (ένα ρόλο που διαχρονικά «αναλαμβάνουν», χωρίς να το επιλέγουν, οι μετανάστες).
Από το 2009 και έπειτα που η Χρυσή Αυγή διεξήγαγε ανενόχλητη το «κοινωνικό της πείραμα» στην περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα μέχρι τις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2010 όταν και κατάλαβε μία εδρα στο Δημοτικό Συμβούλιο της Αθήνας και με αποκορύφωμα, φυσικά, την είσοδό της με ποσοστό 7% στη Βουλή τον Ιούνιο του 2012, δεν ήταν λίγοι αυτοί που ανέλαβαν να την σιγοντάρουν και να την «ξεπλύνουν». Η ΝΔ πρωτίστως, και ιδιαίτερα οι σύμβουλοι που βρίσκονται στο στενό περιβάλλον του πρωθυπουργού, αντιμετώπιζαν τους χρυσαυγίτες ως παραστρατημένα πολιτικά «ξαδέλφια» και εξίσωναν την Αριστερά με το ναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής, προωθώντας τη «θεωρία των δύο άκρων», προκειμένου να αντλήσουν κομματικά οφέλη. Όσο αφορά το αν η ΝΔ τοποθετείται στο κέντρο των «δύο άκρων» ή διαρκώς διολισθαίνει και λοξοκοιτάζει προς ένα συγκεκριμένο άκρο (ακροδεξιό) είναι εύκολα ερμηνεύσιμο από τις πολιτικές μεταγραφές και την κομματική ανέλιξη των Βορίδη, Γεωργιάδη, Πλεύρη, «ακτιβιστών της δεξιάς» κατά δηλωσή τους, όπως δηλαδή και οι σημερινοί χρυσαυγίτες. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να προσθέσουμε και τη διάβρωση, που υπήρξε ιδιαίτερα έντονη, στα σώματα ασφαλείας (αστυνομία), με δεκάδες καταγεγραμμένα περιστατικά κοινών επιχειρήσεων νεοναζί με ΜΑΤ, με δεκάδες καταγγελίες για συμπεριφορά οργάνων του Νόμου που αντιμετώπιζαν εχθρικά τα θύματα των ρατσιστικών επιθέσεων και δεν έκαναν την παραμικρή έρευνα για τη σύλληψη των εγκληματιών. Το γεγονός αυτό πιστοποιείται και από την απομάκρυνση αρκετών υψηλόβαθμων αξιωματικών της ΕΛΑΣ και της ΕΥΠ, την προηγούμενη εβδομάδα μετά τη δολοφονία του Π. Φύσσα.
Δε θα πρέπει να λησμονούμε, όμως, και το ρόλο που διαδραμάτισε ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια το σύστημα των ΜΜΕ στο «ξέπλυμα» και κατ' επέκταση στην εκτόξευση της επιρροής της Χρυσής Αυγής. Από τη φυλλάδα του Θέμου Αναστασιάδη (Πρώτο Θέμα) που αποτέλεσε το lifestyle γραφείο τύπου της Χρυσής Αυγής (στημένα προεκλογικά ρεπορτάζ που την παρουσίαζαν ως προστάτιδα των αδύναμων ηλικιωμένων, προβολή της κατασκήνωσης της Χρυσής Αυγής, παρουσίαση των χρυσαυγιτών με τις συντρόφους τους κτλ.) μέχρι και τους υπόλοιπους μνημονιακούς στυλοβάτες Mega, ΣΚΑΙ. Ποιός αλήθεια μπορεί να ξεχάσει τη βαρύγδουπη δήλωση του Μπ. Παπαδημητρίου για συνεργασία μιας «πιο σοβαρής» Χρυσής Αυγής με τη μνημονιακή κυβέρνηση λίγες μέρες πριν τη δολοφονία, ή τον Γ. Τράγκα να δίνει βήμα μονολόγου, άνευ αντίλογου, σε 4 Χρυσαυγίτες βουλευτές για να δηλητηριάσουν την ελληνική κοινωνία με το μίσος και το ρατσισμό.
Σε λίγο καιρό, λοιπόν, που τα φώτα της δημοσιότητας θα σβήσουν και το θέμα θα πάψει να μονοπωλεί τα δελτία ειδήσεων, θα πρέπει να αναλογιστούμε που στεκόμαστε. Θα επιτρέψουμε στο θηρίο του ναζισμού να αλλάξει μορφή ή ακόμα χειρότερα να το ενσωματώσουμε στην κυρίαρχη ιδεολογία; Η Χρυσή Αυγή δέχτηκε ένα αναμφίβολα συντριπτικό οργανωτικό χτύπημα, παραμένει όμως να απαντηθεί στο μέλλον αν η ιδεολογική της κληρονομιά θα ριζώσει και θα καλλιεργηθεί εκ νέου. Είναι προφανές ότι αυτό θα αποφευχθεί με συνδυασμένη προσπάθεια τόσο θεσμική, όσο και ιδεολογική-πολιτική από πλευράς της κοινωνίας στην κατεύθυνση της συνολικής αλλαγής πορείας της χώρας. Όσο παραμένουν οι συνθήκες που εξαθλιώνουν μεγάλα τμήματα της κοινωνίας τόσο θα υπάρχει πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη τέτοιων φασιστικών ιδεών.
Εν κατακλείδι, ο μόνος συνεπής και αποτελεσματικός αντιφασιστικός αγώνας είναι αυτός που συνδυάζεται με τον αγώνα για να εκλείψουν τα αίτια που γεννούν το φασισμό και δεν είναι άλλα από τη μνημονιακή πολιτική της ανεργίας, της φτώχειας και της εξαθλίωσης σε συνδυασμό με την ασυδοσία και την ατιμωρησία που επικρατεί σε ορισμένους θύλακες της εξουσίας.