Η επίθεση που δέχεται το Δημόσιο Πανεπιστήμιο εδώ και περίπου...
μία δεκαετία, κλιμακώνεται διαρκώς σε σφοδρότητα, ένταση καθώς και στο πλήθος των κεκτημένων που επιδιώκει να καταργήσει.
Η αρχή έγινε την περίοδο 2005-2007, όταν η τότε υπουργός της ΝΔ Μαριέττα Γιαννάκου τόσο με το Νόμο-Πλαίσιο που κατέθεσε, όσο και με την παράλληλη προσπάθεια αναθεώρησης του Άρθρου 16, που κατοχυρώνει, συνταγματικά την αποκλειστικά Δημόσια Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, έθεσε τα θεμέλια για την αποδόμηση κάθε έννοιας δημόσιας και δωρεάν πανεπιστημιακής παιδείας. Βασική στόχευση των κυβερνητικών προσπαθειών, τότε, υπήρξε η νομιμοποίηση της μείωσης της κρατικής χρηματοδότησης, η δημιουργία μιας δεξαμενής πελατών για τα ΚΕΣ και τα παραρτήματα ιδιωτικών κολλεγίων μέσω της επιβολής της βάσης του 10 και η ίδρυση Ιδιωτικών Πανεπιστημίων μέσω της επιχειρούμενης Συνταγματικής Αναθεώρησης. Οι προσπάθειες αυτές αποκρούστηκαν επιτυχώς από ένα ενωμένο και μαζικό φοιτητικό κίνημα.
Στη συνέχεια, η σκυτάλη δόθηκε από το ντόπιο και ξένο κατεστημένο στην "υπουργό της φωτοτυπίας" Άννα Διαμαντοπούλου, για να εξαπολύσει μία ακόμα πιο σκληρή επίθεση. Η συγκεκριμένη υπουργός συμμετείχε στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ του 2009, που προεκλογικά υποσχόταν αύξηση της χρηματοδότησης στο 7% του ΑΕΠ για την Παιδεία και 1δις ευρώ από τον πρώτο χρόνο. Αντιθέτως, προχώρησε τον Αύγουστο του 2011 στην ψήφιση του Νόμου-Απορρύθμισης, ο οποίος ήρθε να αντικαταστήσει τη δημοκρατική λειτουργία των ιδρυμάτων (συμμετοχή όλων των φορέων της ακαδημαϊκής κοινότητας στα όργανα συνδιοίκησης) με ένα ολιγαρχικό σύστημα διοίκησης, το οποίο αποτελείται αποκλειστικά από πρωτοβάθμιους μεγαλοκαθηγητάδες και εξωτερικά μέλη (στελέχη επιχειρήσεων, μητροπολίτες κ.ά.), συρρικνώνοντας παράλληλα τον προϋπολογισμό των Ιδρυμάτων και περικόπτοντας τις δαπάνες που αφορούν στη φοιτητική μέριμνα (σίτιση-στέγαση κα). Παράλληλα, με Προεδρικά Διατάγματα προώθησε την αναγνώριση των ΚΕΣ και των παραρτημάτων των ιδιωτικών κολλεγίων, ενώ ένα χρόνο αργότερα με πράξη νομοθετικού περιεχομένου εφήρμοσε την ισοτίμηση των πιστοποιήσεων που δίνουν τα εκπαιδευτήρια αυτά με τα δικά μας πτυχία. Το φοιτητικό κίνημα έδωσε και δίνει ακόμα μάχη διαρκείας και έχει πετύχει μέχρι στιγμής σημαντικές νίκες, καταστώντας ανενεργές πολλές από τις διατάξεις του συγκεκριμένου Νόμου (βλ. διαγραφές φοιτητών).
Σήμερα, επί υπουργίας Κ. Αρβανιτόπουλου, βιώνουμε μία ακόμα επίθεση με την κωδική ονομασία «Σχέδιο Αθηνά». Είναι κυριολεκτικά εξωφρενικό το επιχείρημα που χρησιμοποιεί το ίδιο το Υπουργείο Παιδείας περί τάχα διασφάλισης και ενίσχυσης της αριστείας και των επαγγελματικών προοπτικών όλων ημών, τη στιγμή που το σχέδιο «Αθηνά» θα επιφέρει ακόμα μεγαλύτερη υποβάθμιση της ποιότητας των σπουδών μας, του κύρους των πτυχίων μας, καθώς και των εργασιακών δικαιωμάτων που αυτά κατοχυρώνουν. Είναι πραγματικά αδιανόητο, αυτοί που κυβερνούν να μιλούν για επαγγελματική αποκατάσταση τη στιγμή που η ανεργία στη χώρα μας, ειδικά στους νέους, ξεπερνά το ένα πανευρωπαϊκό ρεκόρ μετά το άλλο και η έννοια των εργασιακών δικαιωμάτων τείνει να αφανιστεί από την πραγματικότητα. Επιπροσθέτως, είναι προφανές ότι το σχέδιο «Αθηνά» επιδιώκει να καταστήσει όνειρο απατηλό την πρόσβαση των παιδιών της μέσης ελληνικής οικογένειας στη Δημόσια Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Πιο συγκεκριμένα, οι άμεσες συνέπειες από την ενδεχόμενη εφαρμογή του σχεδίου «Αθηνά» είναι οι ακόλουθες:
• Καταργεί 129 τμήματα σε όλη την επικράτεια.
• Μειώνει τις πόλεις της περιφέρειας στις οποίες εδράζουν τμήματα ΑΕΙ και ΑΤΕΙ.
• Αναγκάζει χιλιάδες φοιτητές να μετακινηθούν σε άλλη πόλη, ακόμη και σε τμήμα με διαφορετικό γνωστικό αντικείμενο. Μετακυλύει έτσι το κόστος φοίτησης στους ήδη επιβαρυμένους οικογενειακούς προϋπολογισμούς.
• Μειώνει τους εισακτέους κατά 4% (σύμφωνα με το υπουργείο), ενώ με ρεαλιστικούς όρους η μείωση αυτή θα ξεπεράσει το 15% το 2014 και το 20% τα επόμενα χρόνια.
Ο ακαδημαϊκός χάρτης της χώρας, όπως διαμορφώνεται από το σχέδιο «Αθηνά», χαρακτηρίζεται από έντονο συγκεντρωτισμό και υδροκεφαλισμό. Είναι απορίας άξιο, πάντως, πώς θα μπορέσουν τα ήδη υπάρχοντα τμήματα «υποδοχής» με την ελλιπή υλικοτεχνική υποδομή, χωρίς καμία επιπλέον χρηματοδότηση, να απορροφήσουν όλους αυτούς τους επιπλέον φοιτητές, τη στιγμή που το 2012 τα κονδύλια για τα πανεπιστήμια ήταν τα λιγότερα από κάθε άλλη χρονιά. Όσο αφορά, δε, στις πόλεις στις οποίες κλείνουν υπάρχοντα τμήματα, οι οικονομικές συνέπειες θα είναι εξαιρετικά αρνητικές σε μια κάκιστη οικονομική συγκυρία.
Εντός της Αττικής, προωθείται η διαβόητη ομοσπονδοποίηση με την ίδρυση του υπερ-πανεπιστημίου «Αδαμάντιος Κοραής», στο οποίο συνενώνονται 5 από τα 7 πανεπιστημιακά ιδρύματα της πρωτεύουσας (Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Πανεπιστήμιο Πειραιά, Πάντειο, Γεωπονικό, Χαροκόπειο) και ιδρύεται το Αττικό ΤΕΙ (ΑΣΠΑΙΤΕ, ΤΕΙ Αθήνας, ΤΕΙ Πειραιά). Ύστερα από τις προχθεσινές ανακοινώσεις του υπουργείου Παιδείας φαίνεται μια υποχώρηση στο θέμα της ομοσπονδοποίησης, γεγονός όμως που μάλλον ως ελιγμός της κυβέρνησης θα πρέπει να ερμηνευθεί. Τούτο διότι απλά μετονομάζει την ομοσπονδοποίηση σε "κοινοπραξία", με τη συμμετοχή των Ιδρυμάτων να τίθεται σε εθελοντική βάση. Συνεπώς, η καθηγητική ελίτ και τα επιχειρηματικά λόμπι που συνθέτουν τα Συμβούλια Διοίκησης θα μπορούν, όποτε το θελήσουν, να προχωρήσουν σε συνενώσεις-συγχωνεύσεις χωρίς να χρειάζεται κάποια επιπλέον νομοθετική ρύθμιση και χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους το σύνολο της ακαδημαϊκής κοινότητας.
Το υπουργείο παιδείας με το σχεδιασμό αυτό φαίνεται να διαγράφει την ακριβώς αντίθετη πορεία από αυτή που υιοθετείται πλέον στην υπόλοιπη Ευρώπη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τόσο το ομόσπονδο Universite de Paris που ιδρύθηκε το 13ο αιώνα και το οποίο έσπασε σε 13 πανεπιστήμια το 1968 (Paris I, Paris II κτλ) όσο και το University of London από το οποίο αποχώρησε το 2007 το Imperial College. Η συνένωση που προωθείται μεταξύ του Ο.Π.Α. και πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, τα οποία είτε έχουν διαφορετικό γνωστικό αντικείμενο (Πάντειο, Χαροκόπειο, Γεωπονικό) είτε εδρεύουν σε άλλη πόλη (Πανεπιστήμιο Πειραιά), δε συνεπάγεται σε καμία περίπτωση βελτίωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας και της αξίας των πτυχίων. Απεναντίας αναπαράγει εκείνα ακριβώς τα φαινόμενα, που ο υπουργός εξαγγέλλει ότι θα εκλείψουν με την υιοθέτηση του σχεδίου Αθηνά. Η πιο προφανής επίπτωση δεν είναι άλλη από την εξαφάνιση του ονόματος του Πανεπιστημίου μας, το οποίο είναι σε μεγάλο βαθμό αναγνωρίσιμο και αποδεκτό τόσο από την επιστημονική κοινότητα διεθνώς, όσο και από την αγορά εργασίας. Επιπλέον, με την επιχειρούμενη συγχώνευση μεθοδεύεται εντός του «ομοσπονδιακού» πανεπιστημίου η περαιτέρω συνένωση σε επίπεδο τμημάτων, ώστε να μείνει, για παράδειγμα, ένα μόνο τμήμα Οικονομικής Επιστήμης με εκατοντάδες φοιτητές κατ' έτος. Αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης θα είναι οι φοιτητές να περιφέρονται από κτίριο σε κτίριο μεταξύ Αθήνας και Πειραιά για να παρακολουθήσουν διαλέξεις, να χρησιμοποιήσουν εργαστήρια, να επισκεφθούν γραφεία διδασκόντων.
Εν κατακλείδι, το σχέδιο «Αθηνά» σχεδιάστηκε προκειμένου να δικαιολογηθεί η δραστική περικοπή των κονδυλίων για την Ανώτατη Εκπαίδευση και να στρωθεί το χαλί για την αναγκαιότητα ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων. Η τρικομματική κυβέρνηση με πρόφαση τη δημοσιονομική προσαρμογή επιχειρεί να μετατρέψει την ανώτατη εκπαίδευση από δικαίωμα όλων σε προνόμιο των λίγων. Καλούμε σύσσωμο το σύλλογο φοιτητών να αντισταθεί στη εκποίηση της Δημόσιας και Δωρεάν Παιδείας και να προασπίσει μαζικά το Δημόσιο Πανεπιστήμιο.