Υποστηρίζει ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας Γιώργος Αγγελόπουλος...
Τα ελληνικά πανεπιστήμια βρίσκονται σε πρωτοφανή φάση συρρίκνωσης.
Οι δαπάνες για τα ΑΕΙ μειώθηκαν τα τελευταία δύο χρόνια σε ποσοστό περίπου 50%, ποσοστό μεγαλύτερο από ό,τι σε κάθε άλλο υπουργείο! Οι διορισμοί μελών ΔΕΠ έχουν πρακτικά σταματήσει. Oι θέσεις συμβασιούχων διδασκόντων βαίνουν συνεχώς μειούμενες. Μέχρι το 2013 θα έχει συνταξιοδοτηθεί το 20% των μελών ΔΕΠ που υπηρετούσαν το 2008. Οι απολαβές του πρωτοδιοριζόμενου λέκτορα, σύμφωνα με τις εξαγγελίες, θα φτάσουν λίγο κάτω από τα 1.000 ευρώ, αρνητικό ρεκόρ σε ολόκληρη την ευρωζώνη. Το υπάρχον κύμα μετανάστευσης των πανεπιστημιακών αναμένεται να ενταθεί, λόγω της αβεβαιότητας στη θεσμική λειτουργία των πανεπιστημίων αλλά και της απουσίας μιας στρατηγικής χρηματοδότησης της έρευνας.Οι εξελίξεις αυτές δεν συνιστούν απλώς το αποτέλεσμα συρρίκνωσης του κράτους στο πλαίσιο της συγκυρίας (Μνημόνιο, λιτότητα), αλλά συνειδητή επιλογή τμήματος των οικονομικών και πολιτικών ελίτ της χώρας.
Η κατανόησή της απαιτεί τον αναστοχασμό των εξελίξεων από την ημέρα που ο Γ. Παπανδρέου, η Α. Διαμαντοπούλου και ομάδα συνεργατών τους βάζουν σε εφαρμογή τον «εκσυγχρονισμό» των ΑΕΙ. Κύριο χαρακτηριστικό της πολιτικής τους υπήρξε η αλαζονεία έναντι της ακαδημαϊκής κοινότητας αλλά και του ίδιου του πανεπιστημιακού θεσμού. Η τακτική αυτή τους αποξένωσε από τη συντριπτική πλειοψηφία της ακαδημαϊκής κοινότητας. Οι ελάχιστες συμμαχίες τους εντός των ΑΕΙ και η προσπάθεια ενίσχυσής τους από ορισμένους ακαδημαϊκούς της διασποράς των ΗΠΑ δεν στάθηκαν ικανές για να εφαρμοστεί ο Ν. 4009, παρά την ψήφιση του από το ΠΑΣΟΚ, τη Ν.Δ. και το ΛΑΟΣ. Βασικό μειονέκτημα των επιλογών τους ήταν ότι δεν προσπάθησαν να ανατρέψουν τις πολλές παθογένειες των ΑΕΙ. Τουναντίον, επιχείρησαν να βασιστούν σε αυτές για να κατεδαφίσουν συνολικά την ανώτατη εκπαίδευση, επιδιώκοντας να χτίσουν το απόλυτα ελεγχόμενο από ολιγομελείς ομάδες «εκσυγχρονισμένο πανεπιστήμιο». Ακόμα και οι ελάχιστες εξαγγελθείσες πρωτοβουλίες αντιμετώπισης κραυγαλέων θεσμικών παρεκτροπών έμειναν στα αζήτητα.
Η πολιτική Παπανδρέου-Διαμαντοπούλου οδήγησε ετερόκλιτα τμήματα της ακαδημαϊκής κοινότητας σε κοινή στάση έναντί της. Δημιούργησε ευρύτερες ωσμώσεις, που αποκρυσταλλώθηκαν στη στάση της Συνόδου των Πρυτάνεων. Οι δυναμικές αυτές ωσμώσεις, σε συνδυασμό με τις ευρύτερες πολιτικές εξελίξεις, συνέβαλαν στη μη εφαρμογή ενός νόμου που συμβολικά αποτέλεσε παραδειγματικό σημείο σύμπλευσης των εταίρων της κυβέρνησης Παπαδήμου. Εντός των ΑΕΙ, οι ωσμώσεις παρήγαγαν γόνιμες δημόσιες παρεμβάσεις σχετικά με τους πανεπιστημιακούς θεσμούς. Σ' αυτές, φάνηκε να επικρατεί η άποψη περί δημόσιων πανεπιστημίων στο πρότυπο των universitas, παρά η εκσυγχρονιστική πρόταση του πανεπιστημίου-επιχείρηση. Βέβαια, η συντριπτική πλειοψηφία των καθηγητών μόνο σιωπηρά υποστήριξε την αντίθεση στον Ν. 4009. Η σιωπηρή αυτή πλειοψηφία ήταν φοβισμένη από το μέγεθος των αλλαγών που προωθούσε ο νόμος, προβληματισμένη από την εκστρατεία απαξίωσης συλλήβδην των πανεπιστημιακών και, επιπλέον, αδυνατούσε να τοποθετήσει τον εαυτό της σε αντιπαράθεση με το σύνολο των πρυτανικών αρχών.
Αρκετοί εκσυγχρονιστές πολιτικοί προσέλαβαν τη μη εφαρμογή του Ν. 4009 ως βαρύτατη πολιτική ήττα. Ο Ν. 4076, που ψηφίστηκε τον Αύγουστο, επιφέρει λίγες ανατροπές στον Ν. 4009. Το γεγονός όμως είναι εν πολλοίς αδιάφορο. Κι αυτό γιατί βασικό διακύβευμα του Ν. 4009 δεν ήταν μόνο να ελέγξει τα ΑΕΙ, αλλά να τα ελέγξει καθιστώντας ανέφικτη την όποια διαφορετική προοπτική. Οι επισημάνσεις της κ. Διαμαντοπούλου ότι «ο Ν. 4009 θα κρατήσει όσο και ο Ν. 1268» δεν συνιστούσαν μόνο τακτική εκφοβισμού• ήταν πραγματικό προσδοκώμενο. Η όλη προσπάθεια συνάδει με εγχειρίδια πολιτικής, σύμφωνα με τα οποία αυτό που κυρίαρχα ενδιαφέρει δεν είναι οι επιμέρους αλλαγές (π.χ. δημιουργία Μεταπτυχιακών Σχολών), αλλά η επιβολή τους. Υπ' αυτή την έννοια, το γεγονός της αλλαγής έστω και μιας λέξης του Ν. 4009 προσελήφθη ως μη αναμενόμενη ήττα. Αρκεί να ανατρέξουμε σε κείμενα υποστηρικτών του Ν. 4009 σε εφημερίδες, ιστολόγια και λίστες ηλεκτρονικής επικοινωνίας τις ημέρες ψήφισης του Ν. 4076.
Η εμπειρία της αποτυχίας του Ν. 4009 κατέστησε ηγεμονικά, στον χώρο των κυρίαρχων οικονομικών και πολιτικών ελίτ, μια σειρά συμπεράσματα που είχαν δειλά διατυπωθεί παλιότερα: Σχηματικά: (α) «δεν μπορούμε να ελέγξουμε τα ΑΕΙ, υπάρχουν πολλοί παραδοσιακοί αστοί αλλά και αριστεροί μαζεμένοι εκεί», (β) «τουλάχιστον ας ανακτήσουμε τμήμα του χαμένου χώρου μέσω των Συμβουλίων Διοίκησης», (γ) «ακόμα και ο έλεγχος των Συμβουλίων Διοίκησης δεν μας εξασφαλίζει», (δ) «ας διαλύσουμε τις συμμαχίες αστών-αριστερών στα ΑΕΙ, ωθώντας την Aριστερά σε πολιτικές "καθαρών λύσεων"». Τα συμπεράσματα αυτά οδήγησαν σε μια παραδειγματική μεταβολή: την επιλογή συρρίκνωσης της ανώτατης εκπαίδευσης.
Η κυρίαρχη οικονομική και πολιτική ελίτ στην Ελλάδα έχει πεισθεί ότι το μαζικό πανεπιστήμιο είναι άχρηστο για την αναπαραγωγή της. Σε αυτό, συμπλέει με πολιτικές που εφαρμόζονται στις περισσότερες δυτικές κοινωνίες εδώ και δύο δεκαετίες. Η ιδιαιτερότητα της ελληνικής περίπτωσης έγκειται στο ότι το πανεπιστήμιο θεωρείται πλέον όχι μόνο άχρηστο, αλλά –όσο κωμικoτραγικό και αν ακούγεται– και «επικίνδυνο». Οι εν λόγω ελίτ εκτιμούν ότι η αναγκαία για την ελληνική οικονομία έρευνα μπορεί να βασίζεται στη μεταφορά της τεχνογνωσίας από το εξωτερικό, την πραγματοποίησή της σε ελάχιστα πανεπιστημιακά Τμήματα αριστείας και ιδιωτικά εργαστήρια. Έτσι, ακόμα και η ίδρυση μεγάλων ιδιωτικών ΑΕΙ θεωρείται αδόκιμη, αφού αρκεί η εκ των έσω ιδιωτικοποίηση όσων δημόσιων ΑΕΙ τελικά επιβιώσουν.
Η συρρίκνωση των ΑΕΙ δεν θα γίνει πρωτίστως με το σχέδιο «Αθηνά». Η κυβέρνηση δεν αντέχει το πολιτικό κόστος μιας ευρείας χωροταξικής αναδιάρθρωσης των ΑΕΙ. Το πολύ-πολύ, όπως επισήμανε ο Λόης Λαμπριανίδης («Ενθέματα», 30.9.2012), να υπάρξουν διοικητικές συνενώσεις και συγχωνεύσεις περιφερειακών Τμημάτων και πανεπιστημίων, «όπου το πολιτικό κόστος θα είναι ελάχιστο». Ο βασικός μοχλός συρρίκνωσης δρομολογείται με την απαξίωση των ΑΕΙ, την οικονομική εξαθλίωσή τους, τον έλεγχο της ακίνητης περιουσίας τους, τη δραματική μείωση του ΔΕΠ (ώθηση σε μετανάστευση, καθυστερήσεις διορισμών) και συμπληρωματικά με το σχέδιο «Αθηνά». Στόχο της συρρίκνωσης θα αποτελέσουν τα μεγαλύτερα ΑΕΙ της χώρας που εναντιώθηκαν στον Ν. 4009. Τους επιβάλλεται, ως παραδειγματική τιμωρία, ένας πόλεμος λασπολογίας μέσω των ΜΜΕ και μια κραυγαλέα μείωση της επιχορήγησής τους: οι μειώσεις του τακτικού προϋπολογισμού και των δημόσιων επενδύσεων στο ΑΠΘ, για το διάστημα 2009-2012, ανέρχονται περίπου σε 50% και 75% αντίστοιχα. Υπάρχουν όμως ΑΕΙ στα οποία έγιναν πολύ μικρότερες μειώσεις...
Η κατάσταση αυτή δημιούργησε ανυπέρβλητες εσωτερικές δυσλειτουργίες, που ώθησαν την πλειοψηφία των μελών ΔΕΠ σε στρατηγικές «επιβίωσης» του τύπου «θεμιτοί οι αγώνες, αλλά πρέπει να κάνουμε και τη δουλειά μας». Δεν αρκεί να κάνουμε κριτική σ' αυτήν τη στάση. Πρωτίστως οφείλουμε να κατανοήσουμε τις συνέπειές της, δηλαδή τον έλεγχο των περισσοτέρων Συμβουλίων Διοίκησης από ομάδες μελών ΔΕΠ που ευελπιστούν «στο συμμάζεμα των ΑΕΙ». Η ανάγκη κατανόησης προκύπτει επιτακτικά, καθώς πληθαίνουν τα φαινόμενα ρήξης των πολιτικών συμμαχιών όσων αντιτάχθηκαν στον Ν. 4009 εντός των ΑΕΙ, γεγονός που εντέλει εγείρει ερωτήματα για την αποτελεσματικότητα των τακτικών πολιτικής απομόνωσης της Αριστεράς εντός των ΑΕΙ.
Η πραγματικότητα αυτή συνιστά μια ριζική ανατροπή των τρόπων με τους οποίους η κοινωνία μας παράγει και μεταδίδει γνώση, συνδέει τη γνώση με την ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή. Τα ελληνικά ΑΕΙ δεν αποτέλεσαν μοχλό οικονομικής μεγέθυνσης τεχνολογιών αιχμής, καθώς ούτε το κράτος αλλά ούτε και το ιδιωτικό κεφάλαιο στράφηκαν, με ελάχιστες εξαιρέσεις, σε επενδύσεις τεχνολογιών αιχμής. Παρά τις παθογένειές της, η ανώτατη εκπαίδευση αποτέλεσε μηχανισμό παραγωγής του απαραίτητου για τη χώρα επιστημονικού δυναμικού, δημιούργησε γηγενή επιστημονική κοινότητα, συνέβαλε στην εμπέδωση της κοινωνικής συνοχής, ενισχύοντας την κοινωνική κινητικότητα, και υποστήριξε την πολιτιστική ανάπτυξη. Παράλληλα, τις τελευταίες δεκαετίες, ορισμένα ΑΕΙ και Τμήματα διακρίθηκαν πανευρωπαϊκά για τη συμβολή τους στην επιστήμη. Οι τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις στα ΑΕΙ, αλλά και ευρύτερα στη χώρα, οδηγούν στην κατεδάφιση όλων αυτών των επιτευγμάτων.
Ο Γιώργος Αγγελόπουλος διδάσκει κοινωνική ανθρωπολογία στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Πηγή: enthemata.wordpress.com