«Επιδρομή από φασιστοειδή στοιχεία και μέλη της ΕΠΕΝ οπλισμένα με στιλέτα και λοστούς έγινε χθες το πρωί στη Νομική Σχολή της Αθήνας, με αποτέλεσμα να τραυματιστούν εννιά φοιτητές και να προκαλέσουν ζημιές στο κτίριο».
Ήταν 22 Απριλίου του 1986, λίγες ημέρες πριν τις φοιτητικές εκλογές εκείνης της χρονιάς. Στο κτήριο της Νομικής επικρατούσε μια διάχυτη ανησυχία. Είχε προηγηθεί μια άγρια συμπλοκή στη Σόλωνος την προηγούμενη μέρα ανάμεσα σε μέλη της ΔΑΠ και της Πανσπουδαστικής και όλοι περίμεναν τη συνέχιση της κόντρας. Ήταν νωρίς το πρωί και οι λιγοστοί φοιτητές κυκλοφορούσαν μουδιασμένοι. Η ατμόσφαιρα μύριζε μπαρούτι αλλά κανείς δεν ήξερε που και πως θα ανάψει το φυτίλι. Στην είσοδο της Νομικής κάτι λίγα πηγαδάκια με καφέ και τσιγάρο δίχως όρεξη για πολλά. Για μάθημα ούτε λόγος. Στο επίκεντρο της κουβέντας το ξύλο της προηγούμενης μέρας και ο φόβος των αντιποίνων για τα σπασμένα τραπεζάκια της ΔΑΠ από τους Κνίτες.
Σχεδόν κανείς δεν ήξερε πως την ίδια ώρα συνεδρίαζε το Κεντρικό Συμβούλιο της ΕΦΕΕ, με κεντρικό θέμα την υποβολή μήνυσης κατά του φοιτητή της Νομικής Μάκη Βορίδη, γνωστού ήδη για την φασιστική του δράση και τις επιθέσεις κατά φοιτητών στους δρόμους πέριξ της πλατείας Εξαρχείων και στο Χημείο. Όλοι ξέραμε για τον Βορίδη, ελάχιστοι όμως είχαμε την τύχη να τον γνωρίσουμε σε κάποια από τις περιβόητες νυχτερινές περιπολίες της ομάδας του. Δύο ήταν οι «συμμορίες» που έσπερναν τον φόβο εκείνη την εποχή σε Εξάρχεια και Κυψέλη. Οι σκίνχεντ του Κοστέλο που μοίραζε ξύλο σε μετανάστες στη Φωκίωνος και οι Επενίτες του Βορίδη που σιγοντάριζαν τα ΜΑΤ στην «επιχείρηση Αρετή» του Δροσογιάννη στα Εξάρχεια.
Η δράση τους όμως ήταν πάντα νυχτερινή. Σαν τα τσακάλια. Μέχρι εκείνο το πρωινό που τα τσακάλια μπήκαν στη Νομική διψασμένα για αίμα με το φως της ημέρας. Κανείς δεν πρόλαβε να τους μετρήσει. Μπήκαν ουρλιάζοντας «κουμούνια θα πεθάνετε» και ανοίγοντας τα μαύρα δερμάτινα μπουφάν τους έβγαλαν τους σουγιάδες και όρμηξαν. Τρομαγμένοι αρχίσαμε να τρέχουμε δεξιά αριστερά ζητώντας καταφύγιο. Το πάτωμα γέμισε καφέδες, τσιγάρα και σημειώσεις. Έτρεξα στη σκάλα αριστερά. Λίγα μέτρα πιο πέρα ήταν η «κατάληψη» της Β Θεολογικής. Ανεβαίνοντας τη σκάλα ένιωσα ένα κάψιμο στον δεξί μηρό. Δεν ασχολήθηκε άλλο μαζί μου. Με προσπέρασε τρέχοντας αφήνοντάς μου μόνο μια μαχαιριά. Μετά χτύπησε τον Γιώργο. Τον χτύπησε με το μαχαίρι στο κεφάλι. Ακολούθησε συμπλοκή με μέλη των Αριστερών Συσπειρώσεων που βγήκαν από τη Β Θεολογική. Άγριο ξύλο και πολλές μαχαιριές. Θυμάμαι μας πήγαν στον Ευαγγελισμό.
Ο Γιώργος ήταν άσχημα χτυπημένος στο κεφάλι και τον κράτησαν. Οι περισσότεροι φύγαμε φοβισμένοι, χωρίς ράμματα για να μην δώσουμε τα στοιχεία μας και μπλέξουμε με μπάτσους και γονείς. Την άλλη μέρα η Ελευθεροτυπία έγραφε για 9 τραυματίες. Έκανα μέρες να ξαναπατήσω το πόδι μου στη σχολή. Άφησα την πληγή να θρέψει μόνη της σε ένα ημιυπόγειο στην Κυψέλη. Εκείνη που δεν έκλεισε, όμως, ήταν η πληγή στη μνήμη. Έσταζε αίμα κάθε φορά που τον έβλεπα. Σα γάγγραινα στο μυαλό ήταν όταν τον έβλεπα να καμαρώνει στο Κάραβελ δίπλα στον Λεπέν.
Ένιωθα ένα κάψιμο όταν τον έβλεπα χρόνια αργότερα να μπαίνει στη Βουλή χέρι-χέρι με τον Καρατζαφέρη. Με έπνιγε η μπόχα όταν τον έβλεπα να ξεπλένεται σχεδόν κάθε βράδυ στην τηλεοπτική κολυμπήθρα. Όσο και να τον ξέπλυναν όμως, όσα συγχωροχάρτια και να του έδωσαν για την ακτιβιστική δράση των νεανικών του χρόνων, εγώ πάντα θα τον θυμάμαι με το σουγιά στο χέρι να ουρλιάζει «κουμούνια θα πεθάνετε» και κάθε φορά που τον βλέπω ασυναίσθητα θα αγγίζω μια παλιά μαχαιριά που κάθε 22 Απριλίου στάζει πύον.
Πηγη:left.gr